- ελληνομάθεια
- ηη πλήρης γνώση της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελληνομάθεια — η 1. πλήρης γνώση τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας 2. (για αλλοεθνή) γνώση τής ελληνικής γλώσσας … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Σκαρλάτος — (Ιάσιο, Μολδαβία 1798 – Αθήνα 1878). Λόγιος και λεξικογράφος. Ο πατέρας του είχε το αξίωμα του μεγάλου αρμάση στην αυλή της Μολδαβίας επί ηγεμονίας Αλ. Καλλιμάχη. Αφετηρία για την πλούσια ελληνομάθειά του ήταν η Μεγάλη Σχολή της Ξηροκρήνης της… … Dictionary of Greek
Ελεαβούλκος, Θεοφάνης — (16ος αι.). Λόγιος, μοναχός και δάσκαλος, από τους πρωιμότερους της περιόδου της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Είναι γνωστό πάντως ότι αρχικά ονομαζόταν Θωμάς και ότι ο πατέρας του καταγόταν από την … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε … Dictionary of Greek
Νικόδημος ο Αγιορείτης — (Νάξος 1749 – Άγιον Όρος 1809). Λόγιος μοναχός και πολυγραφότατος συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων. Μαθητής σε κάποιο ενοριακό σχολείο της πατρίδας του, σπουδαστής αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1765 70), κοντά στον υπερσυντηριτικό… … Dictionary of Greek
ελληνομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που έχει ελληνομάθεια (βλ. λ.), ο κάτοχος της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)